- πυρετογόνος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που προκαλεί πυρετό («πυρετογόνες ουσίες» — ονομασία διαφόρων ουσιών που χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν για την πρόκληση πυρετικών αντιδράσεων για θεραπευτικούς σκοπούς)2. το ουδ. ως ουσ. το πυρετογόνοιατρ. ουσία πρωτεϊνικής ή πολυσακχαριτικής συνθέσεως που εκλύεται από βακτήρια, ιούς ή από σωματικά κύτταρα που καταστρέφονται, και έχει την ικανότητα να ρυθμίζει τον βιολογικό θερμοστάτη σε υψηλά επίπεδα, προκαλώντας άνοδο τής θερμοκρασίας τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyretogenic < pyreto- (< πυρετός) + -genie (< γένος) που στον ελλ. τ. αποδίδεται με το -γόνος (< γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.